σταύρου

σταύρου
σταυρόω
fence with pales
pres imperat act 2nd sg
σταυρόω
fence with pales
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σταύρου, Γεώργιος — Ο πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Ιωάννινα 1788 Αθήνα 1869). Μετά τις βασικές σπουδές στη γενέτειρα του συνέχισε στη Βιέννη, όπου και παράμεινε για να διευθύνει την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του. Εκεί μετέχει στη Φιλική… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρού Τιμίου Θεολογική Σχολή — θεολογική σχολή που ιδρύθηκε το 1855 στα χρόνια του πατριάρχη Ιεροσολύμων ΚύρΛλου B’ (1845 1872) στη μονή Σταυρού των Ιεροσολύμων. Η μονή, χτισμένη από τον Ιβηρα ηγεμόνα Τατιανό, έχει μεγάλη εκκλησία διακοσμημένη με ιβηρικές ενεπίγραφες… …   Dictionary of Greek

  • σταυροῦ — σταυρός upright pale masc gen sg σταυρόω fence with pales pres imperat mp 2nd sg σταυρόω fence with pales imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σταύρου, Θρασύβουλος — Έλληνας φιλόλογος συγγραφέας και ποιητής (Πέτρα Μυτιλήνης 1886 Αθήνα 1979). Μετά τις σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Μονάχου, διατέλεσε καθηγητής και γυμνασιάρχης στη χώρα του και αιρετός… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σταυρού (Ιθάκης) — Η μικρή συλλογή αρχαιολογικών ευρημάτων της βόρειας Ιθάκης στεγάζεται σε ένα κτίριο στο λόφο Πηλικάτα, που απέχει 600 μ. από τον Σταυρό. Στις έξι ξύλινες προθήκες της αίθουσας έχει τοποθετηθεί, με χρονολογική σειρά από αριστερά προς τα δεξιά,… …   Dictionary of Greek

  • Αδελφών Τιμίου Σταυρού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Αγία Παρασκευή της Αττικής. Στο μοναστήρι λειτουργεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών και γηροκομείο. Ιδρύθηκε το 1939 και ανήκει στην Καθολική Εκκλησία …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης του Σταυρού — (Juan de la Cruz, 1542 – 1591).Ισπανός μυστικιστής ποιητής. Σε ηλικία 21 ετών έγινε μέλος του τάγματος των Καρμηλιτών και μετονομάστηκε από Αλφόνσο σε Ιωάννη. Χάρη στη βαθιά του πίστη στον Θεό, στην αγνότητα του χαρακτήρα του και στη φιλομάθειά… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”